- στερκτικόν
- στερκτικόςdisposed to lovemasc acc sgστερκτικόςdisposed to loveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερκτικός — ή, όν, Α [στερκτός] 1. αυτός που είναι γεμάτος στοργή και τρυφερότητα, φιλόστοργος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στερκτικόν η στοργή … Dictionary of Greek